δίμηνος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δύο μήνες: Η εκδίκαση της υπόθεσης πήρε δίμηνη αναβολή. 2. το ουδ. ως ουσ., δίμηνο η διμηνία: Θα γεννήσει σ’ ένα δίμηνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίμηνον — δίμηνος of masc/fem acc sg δίμηνος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνου — δίμηνος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνους — δίμηνος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνων — δίμηνος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνῳ — δίμηνος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμηνα — δίμηνος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίμηνοι — δίμηνος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… … Dictionary of Greek