δίμηνος

δίμηνος
-η, -ο (AM δίμηνος, -ον)
ο ηλικίας ή διάρκειας δύο μηνών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμηνο
χρονικό διάστημα δύο μηνών
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ δίμηνος
2. φρ. «δίμηνος πυρός» — στάρι που θερίζεται δυό μήνες μετά τη σπορά του, διμηνίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίμηνος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί δύο μήνες: Η εκδίκαση της υπόθεσης πήρε δίμηνη αναβολή. 2. το ουδ. ως ουσ., δίμηνο η διμηνία: Θα γεννήσει σ’ ένα δίμηνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίμηνον — δίμηνος of masc/fem acc sg δίμηνος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνου — δίμηνος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνους — δίμηνος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνων — δίμηνος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνῳ — δίμηνος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμηνα — δίμηνος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίμηνοι — δίμηνος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμήνι — Ιστορικός οικισμός της νεότερης νεολιθικής περιόδου (3η χιλιετία π.Χ.), κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη (βλ. λ. Διμήνιο), 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έγιναν το 1887, με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”